ιεχωβάς ο

ιεχωβάς ο
θηλ. ιεχωβού οπαδός του θρησκευτικού κινήματος των Mαρτύρων του Iεχωβά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λωτ — Βιβλικό πρόσωπο, ανιψιός του Αβραάμ. Σύμφωνα με τη Γένεση, όταν ο Γιαχβέ (Ιεχωβάς) αποφάσισε να τιμωρήσει την πόλη Σόδομα, εξαίρεσε από τους κατοίκους της μόνο τον Λ. και την οικογένειά του, τους οποίους ειδοποίησε να την εγκαταλείψουν. Κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”